"Εκεί που αναφτεριάζει" Το βιβλίο του Μάνου Γεωργουδιού

 




Εκεί που αναφτεριάζει

Δώδεκα συναντήσεις του ήρωα με τον φτερωτό επισκέπτη του, καλύπτοντας όλο το ηλιακό φάσμα της ζωής του, χωρίς χρονολογική σειρά και τοποθετημένες αφηγηματικά σε κάθε μήνα. Σαν μία χρονική παλίρροια, όπου μέσα από κάποια αντιπροσωπευτικά στιγμιότυπα της εμπειρίας του ήρωα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα θυελλώδη ζητήματα και τις βαθύτερες αγωνίες της ανθρώπινης μοίρας. 

Οι μικροί και φαινομενικά ασήμαντοι κύκλοι της ζωής, όπως και οι διαδοχικοί κύκλοι της φύσης, αποδεικνύονται τελικά ως ομόκεντροι αντίλαλοι ενός αιωνίου συμπαντικού κύκλου.

Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ



(Από αυτόν τον στίχο της Μαρίας Πολυδούρη πήρε το βιβλίο τον τίτλο του)



Ο Μάνος Γεώργιος γεννήθηκε στη Ρόδο το 1976. Σπούδασε Διοίκηση επιχειρήσεων και μάρκετινγκ σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας και τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Η νουβέλα "Εκεί που αναφτεριάζει" είναι το πρώτο του βιβλίο.


Αποσπάσματα του βιβλίου

Σε λίγο θα έρθει. Θα έρθει. Κι ο κύκλος μας θα ξεκινήσει. 

Ίσως μετά, φεύγοντας, να φτιάξει κι έναν δικό του. Ανοίγοντας τότε διάπλατα τις φτερούγες του και ρουφώντας τον δυνατά, θ’ αφήσει το περίγραμμά του πάνω στο στήθος. 

Μπορούν να μετρούν τις συναντήσεις τους μαζί μας, ψηλαφώντας τα στήθη τους, όπως τους δακτυλίους ενός κορμού. Κι όταν μαζέψουν αρκετούς, τους δίνουν για ένωση στους Τεχνίτες, εκείνους που γύρισαν πρώτοι στον άδειο Κήπο και τον δουλέψαν ξανά απ’ την αρχή.


Οι Τεχνίτες. 

Αφού επιλέξουν τους πιο δυνατούς κύκλους σε όλα τα μεγέθη, τους γδέρνουν και τους τοποθετούν προσεκτικά σε ειδικούς δίσκους, φτιαγμένους από νερό του Κήπου και μια δόση λιωμένο Πρωτόφως. 

Έτσι φτιάχνονται τα φωτοστέφανα – δουλεμένα μαζί με τα καλύτερα ανθρώπινα σμιξίματα. 

Αν ποτέ τα κοιτάξεις προσεκτικά, θα δεις χέρια ενωμένα, γόνατα λυγισμένα. Κι αν μάλιστα τ’ ακουμπήσεις, θα νιώσεις αμέτρητα κλειστά μάτια. Ή αν πάλι τολμήσεις να τα γρατσουνίσεις, μπορεί ν’ ακούσεις να στριγκλίζουν προσευχές και αναθέματα.

Όταν όμως έρθει η ώρα να τα φορέσουν, δεν μπορούν πια να κρυφτούν από εμάς, τους ανθρώπους. Και τότε είναι που δεν ξανάρχονται.

***

Την ίδια στιγμή, εκείνη ερχόταν αργά, σχεδόν αθόρυβα. Τα βρεγμένα μαλλιά χάραζαν το πρόσωπό της καθώς κοιτούσε χαμηλά – όχι βιαστικά και δήθεν διερευνητικά, όχι όπως κοιτούν χαμηλά οι άνθρωποι που αποφεύγουν τους ανθρώπους. 

Όσο κοίταζα τα βλέφαρά της, παλεύοντας να μη χάσω τη στιγμή που θα τα σήκωνε για μένα, ένιωσα να έρχονται καταπάνω μου οι ωραιότερες γυναίκες του κόσμου –όσες δεν είχα μπορέσει ώς τότε να δω και όσες δεν θα ’βλεπα ίσως ποτέ–, μ’ εκείνη μπροστά και τις υπόλοιπες πίσω της, να την ακολουθούν σε μια τέλεια, απέραντη ευθεία.

 Δυο βήματα πριν φτάσουμε στο ίδιο ύψος, εκείνος δεν φαινόταν πια πίσω της. Κοντοστάθηκα για να τον ψάξω. Και μαζί μου κοντοστάθηκε κι εκείνη. 

«Γεια σου», ξεστόμισα κατακόκκινος. Δεν είχε ακόμη σηκώσει τα μάτια. 

«Γεια σου», είπε κι εκείνη σηκώνοντάς τα. Είχα όμως ήδη χαμηλώσει τα δικά μου. Θυμήθηκα τότε την υπόσχεση που του είχα δώσει και σήκωσα ξανά το βλέμμα μου, αφήνοντάς το να συναντηθεί επιτέλους με το δικό της.

Πόσο αλήθεια κράτησε αυτή η στιγμή;


Comments

Popular posts from this blog

Αφιέρωμα στη Φλώρα Κρητικού

Νικόλας Οίκουτας: Μετά από ένα άσχημο τροχαίο δυστύχημα, φοιτητής ιατρικής.

Παρασκευή Γιακουμάκη. Στην Στράτα του Προφήτη Ηλία.