Ήθελα μόνο να μ' αγαπάς...
Ήθελα μόνο να μ' αγαπάς...
Η Μαρία δούλευε κάποτε σ’ ένα ταξιδιωτικό γραφείο. Με όλους τους συνεργάτες της είχε καλές σχέσεις ακόμα και με τον κύριο Ορέστη, που ήξερε πως ήταν άθεος και που συχνά χωρίς να χάσει ευκαιρία κακολογούσε και υποβάθμιζε τον Κύριο Ιησού Χριστό.
Πολλές φορές προσευχήθηκε η Μαρία για τον κύριο Ορέστη, να του δώσει ο Θεός φώτιση και να τον οδηγήσει στην Αλήθεια της πίστης, αλλά και στην χαρά που βρίσκει κανείς μέσα στην αγάπη του Θεού. Ο καιρός όμως περνούσε και ο κύριος Ορέστης συνέχιζε να βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στην απιστία του.
Κάποια μέρα είχε έρθει στο γραφείο μια ηλικιωμένη κυρία. Ήθελε να ταξιδέψει στους Αγίους Τόπους. Για αυτήν, όπως είπε και η ίδια, ήταν όνειρο ζωής να περπατήσει στους δρόμους που περπάτησε και ο Κύριος. Εκείνη τη μέρα η Μαρία είχε πολλή δουλειά κι έτσι ανέλαβε να την εξυπηρετήσει ο κύριος Ορέστης. Στο άκουσμα ότι η γριούλα θέλει να ταξιδέψει στους Αγίους τόπους εκείνος γέλασε κοροϊδευτικά. Όταν επίσης την άκουσε να δοξάζει το Θεό γι αυτό το ταξίδι δεν άντεξε και γεμάτος περιφρόνηση για τον Ιησού Χριστό είπε:
-Γιαγιά, μας πήρες τα αυτιά πια για αυτόν τον Χριστό. Εκεί ήσουνα εσύ όταν αυτός δήθεν θυσιαζόταν για σένα; Και πως ξέρεις σίγουρα ότι το έκανε; Επειδή το γράφουνε κάποιοι; Και ποιος μου λέει εμένα ότι δεν είναι ένα απλό παραμύθι; Και στο κάτω –κάτω, γιατί να πάει να σταυρωθεί; Και τώρα εγώ να Του είμαι κι υποχρεωμένος; Αν ήταν Θεός δε θα το έκανε! Θα έδειχνε την δύναμη Του! Έχω βαρεθεί πια να ακούω για την αγάπη του Χριστού! Και που είναι τώρα αυτός όταν άνθρωποι και παιδιά πεθαίνουν από την πείνα και την αρρώστια; Εδώ μέσα κανείς να μην μου ξαναπεί για τον Χριστό, γιατί είναι ψεύτικος!’’ αυτά είπε με τόση μανία και κακία για τον Κύριο.
Η γριούλα όταν τον άκουσε να μιλάει έτσι δάγκωσε τα χείλη της.
-Κύριε ελέησον ! αναφώνησε! Τι αχάριστος άνθρωπος είσαι εσύ; είπε και σηκώθηκε κι έφυγε.
Ο κύριος Ορέστης έμεινε να την κοιτάει απορημένος. «Θα μπορούσε να με πει άπιστο ή και να με βρίσει ακόμα. Γιατί όμως με είπε αχάριστο;» αναρωτιότανε. Όλη την υπόλοιπη μέρα ήταν σκεφτικός και αμίλητος. Η Μαρία πρώτη φορά τον έβλεπε έτσι.
-Είσαστε καλά; Μήπως σας συμβαίνει κάτι; τον ρώτησε.
-Εσύ είσαι θρήσκα το ξέρω! Εξήγησέ μου λοιπόν, γιατί η γριούλα με είπε αχάριστο και όχι άπιστο;
Μετά από λίγη σκέψη η Μαρία άρχισε να του διηγείται μια ιστορία που της έλεγε η μητέρα της όταν ήταν μικρή για την αχαριστία.
«Ήταν κάποτε δύο φίλοι. Κι οι δύο ήταν γραμματισμένοι κι οι δύο ήταν ευγενείς. Ο ένας όμως πάντα ξεχώριζε, γιατί η ψυχή του ήταν γεμάτη από αγάπη και καλοσύνη για τους άλλους. Ο άλλος έβλεπε ότι ο φίλος του ξεχώριζε κι αυτό τον έκανε να τον ζηλοφθονεί.
Κάποια μέρα ξέσπασε πόλεμος κι οι δυο φίλοι πήγανε στρατιώτες για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Δυστυχώς έπεσαν κι οι δυο στα χέρια του εχθρού που σαν λυσσασμένο λιοντάρι σκότωνε όποιον έπιανε στα χέρια του. Ο θάνατός τους έπρεπε να είναι αργός και βασανιστικός. Τους είπε λοιπόν ο διοικητής που τους κρατούσε αιχμάλωτους:
-Εσείς θα αποφασίσετε ποιος θα σκοτωθεί! Τον άλλο θα τον αφήσουμε ελεύθερο! τους είπε όσο πιο πειστικά μπορούσε. Η αλήθεια όμως ήταν άλλη. Από την αρχή ήταν αποφασισμένος ο μανιασμένος διοικητής να τους σκοτώσει και τους δυο.
Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο φίλος που την ψυχή του κατάτρωγε το σκουλίκι της ζήλιας και του φθόνου δε μίλησε. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι επιτέλους είχε φτάσει η στιγμή να ξεφορτωθεί το φίλο του. Τώρα πια θα ήταν η σειρά του να επαινεθεί και να ξεχωρίσει. Ο φίλος με τη γλυκιά καρδιά γεμάτη αγάπη, φώναξε σχεδόν ουρλιάζοντας χωρίς δεύτερη σκέψη:
-Εμένα να σκοτώσετε! Αφήστε τον φίλο μου να ζήσει!
Ο ζηλόφθονος φίλος χάρηκε. Ο διοικητής πήρε αυτόν που δέχθηκε να θυσιαστεί και τον μαστίγωσε άγρια, τον βασάνισε , του άνοιξε φοβερές πληγές στο σώμα και στο τέλος πια αφού ξεθύμανε την κακία του τον σκότωσε πυροβολώντας τον στην καρδιά. Ο καλός στρατιώτης έπεσε χάμω. Το πρόσωπο του ήταν τόσο γαλήνιο , που θαρρείς πως πέθανε στον ύπνο του.
Ο διοικητής ήταν τώρα πια έτοιμος να σκοτώσει και τον άλλον στρατιώτη, όμως εκείνη τη στιγμή ήρθαν οι συμπατριώτες του και τον έσωσαν. Όταν τον ρώτησαν τι είχε γίνει, αυτός δεν είπε τίποτα.
«Αν πω κάτι πάλι θα τον παινεύσουν και πάλι θα ξεχωρίσει» σκεφτόταν γεμάτος ακόμα μια φορά από ζήλεια για το νεκρό φίλο του. Τόσο σκληρή κι άσπλαχνη ψυχή είχε αυτός ο δυστυχής που δεν πήγε ποτέ να ανάψει ένα κεράκι για τη ψυχή του φίλου του κι αν καμιά φορά θυμόταν την θυσία που είχε κάνει εκείνος για αυτόν έλεγε: «Εγώ του είπα να πάει να σκοτωθεί; Ας μην το έκανε!»
Ο φίλος του όμως που τον έβλεπε τώρα πια από ψηλά έλεγε με δάκρια στα μάτια: «Εγώ θυσιάστηκα για σένα , πόνεσα, βασανίστηκα και έχασα τη ζωή μου για σένα. Ήθελα μόνο να με αγαπάς!»
Τελειώνοντας την ιστορία της η Μαρία είπε ακόμα:
-Κι εσείς κάπως έτσι ακουστήκατε σήμερα κύριε Ορέστη! Για αυτό η γριούλα σας είπε αχάριστο.
Η Μαρία περίμενε εκείνος να γίνει έξω φρενών και να την απολύσει. Εκείνος όμως ούτε φώναξε, ούτε μίλησε. Η Μαρία είδε προς έκπληξην της τα μάτια του να δακρύζουν. Κάθισε στην καρέκλα του σιωπηλός για αρκετή ώρα. Σαν να είχε μέσα στην ψυχή του ένα διάλογο με τον εαυτό του και με τον ίδιο τον Θεό που τόσα χρόνια απαξιούσε. Σε στιγμή που κανένας δεν το περίμενε βγήκε μια κραυγή μετάνοιας από το στόμα του. «Θεέ μου συγχώρα με! Πόσο αχάριστος είμαι!»
Η καρδιά του κύριου Ορέστη εκείνη την ημέρα φωτίστηκε. Από τότε και στο εξής άρχισε να γεύεται τη Χαρά του Χριστού και από την ψυχή του να αναβλύζουν δοξολογίες για Εκείνον που με τόσο απλό τρόπο τον έφερε κοντά Του και του δειξε την πραγματική ευτυχία της ζωής…
Ζωή Κοντόγιαννου
Το διήγημα αυτό έχει δημοσιευτεί και στο ιστολόγιο του κ. Ρουβήμ Καρασάββα
Rokar-Rokar.blogspot.com
Μπράβο Ζωή! Ωραία αλληγορία! Ωραία ιστορία!
ReplyDeleteΕυχαριστώ πολύ ❤️
DeleteΜπράβο Ζωή! Ωραία αλληγορία! Ωραία ιστορία!
ReplyDelete