Το διαγώνισμα
Το διαγώνισμα
Τα μικρά της δάχτυλα ιδρώνουν. Με δυσκολία κρατούν το μολύβι. Η Ηρώ διαβάζει ξανά και ξανά τις ερωτήσεις του διαγωνίσματος. Όλες τις ξέρει. Μα τα δάχτυλά της δεν μπορούν να σταματήσουν να τρέμουν. Η καρδιά της χτυπάει φοβισμένα. Σηκώνει τα μάτια. Κοιτάει την Μαρία στο απέναντι θρανίο. Εκείνη γράφει ασταμάτητα. Το ίδιο και η Ευαγγελία δίπλα της.
Ξαναγυρνάει στο γραπτό της. Τα μάτια της βουρκώνουν. Αφήνει το μολύβι να πέσει κάτω. Τα λόγια της Μαρίας είναι συνέχεια στο μυαλό της. «Αν ξαναπάρεις μεγαλύτερο βαθμό από μένα θα το πληρώσεις ακριβά!». Κι όντως το είχε πληρώσει ακριβά, όταν στο τεστ των μαθηματικών πήρε άριστα δέκα κι η Μαρία οχτώ. Το αγαπημένο της πορτοφολάκι με τη φωτογραφία της μητέρας της είχε γίνει χίλια κομμάτια. Η Μαρία και η παρέα της το είχαν ψαλιδίσει χωρίς τύψεις.
Μια άλλην φορά την έλουσαν με ζεστή σοκολάτα όταν πήρε έπαινο από τη δασκάλα για την έκθεσή της. Μέρες έκανε να γιάνει το χέρι της και να μπορέσει να ξαναγράψει.
Η απειλή αυτή τη φορά είχε να κάνει με το λουλουδένιο της φόρεμα. Η Μαρία δεν χρειάστηκε να πει κάτι. Απλά πέρασε δίπλα της, χάιδεψε απαλά το φόρεμά της κι ύστερα άρχισε να κουνάει τα δάχτυλά της πάνω κάτω σαν να ήταν ψαλίδι μα και σαν να ήταν η ίδια επαγγελματίας κακοποιός.
«Τι πειράζει που είμαι κι εγώ καλή μαθήτρια; Γιατί να είναι τόσο κακιά η Μαρία;» σκεφτόταν η Ηρώ.
Η δασκάλα την παρατηρούσε από την έδρα. Είχε περάσει μισή ώρα και δεν είχε γράψει ούτε λέξη. Τον τελευταίο καιρό η απόδοσή της είχε πέσει κατακόρυφα. Σε λίγο το κουδούνι χτύπησε. Η Ηρώ παρέδωσε λευκή σελίδα. Βγήκε στην αυλή του σχολείου, βρήκε μια απόμερη γωνιά κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Ξαφνικά ένα χέρι της σκουπίζει τα μάτια. Ήταν η δασκάλα της.
«Ξέρεις κάποτε αυτή η γωνιά φιλοξένησε και τα δικά μου δάκρυα. Όχι μία, αλλά πολλές φορές. Αν δεν μου πεις τι συμβαίνει δεν θα μπορέσεις ποτέ να ξεφύγεις από αυτήν την θλιβερή γωνιά.
Η Ηρώ όμως είχε καταπιεί τη γλώσσα της. Ο φόβος της έπνιγε τη φωνή. Ξέσπασε πάλι σε κλάματα. Όταν συνήλθε βρήκε το κουράγιο και τα αποκάλυψε όλα στη δασκάλα της. Όχι για να εκδικηθεί τη Μαρία μα για να πάψει να φοβάται.
Η Μαρία κι η παρέα της συνετίστηκαν από τη δασκάλα. Είχε βρει εκείνη τον τρόπο να δείξει στις «σκληρές» μαθήτριες πως οι άριστοι βαθμοί στα διαγωνίσματα δεν έχουν καμία σημασία αν η καρδιά του ανθρώπου είναι ένα μεγάλο μηδενικό.
Πιο πολύ απ΄ όλους όμως συνετίστηκαν οι γονείς αυτών των παιδιών που τα είχαν αφήσει σχεδόν μόνα τους να κουμαντάρουν το τιμόνι της ζωής τους…
Ζωή Κοντόγιαννου
Comments
Post a Comment