Πες την ευχή...Η ιστορία της Φανής...
Πες την ευχή…
«Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε με!» να λες κορίτσι μου κι ο Θεός βοηθάει είπε η γιαγιά στη Φανή, όταν αυτή ήταν θυμωμένη, επειδή δεν είχε πάρει προαγωγή κι αύξηση μισθού όπως περίμενε στην εταιρία που εργαζόταν εδώ και πολλά χρόνια.
-Τι λες γιαγιά; Αυτά είναι ξεπερασμένα! Με προσευχές δεν σώνεται ο κόσμος. Άλλα είναι τα πράγματα που χρειάζονται! είπε εκείνη ακόμα πιο θυμωμένα.
Η γιαγιά δεν μίλησε άλλο. Είδε ότι η καρδιά της εγγονής της ήταν κλειστή.
Μετά από λίγες ημέρες ήρθε πάλι η Φανή στο σπίτι της γιαγιάς. Αυτή την φορά ήταν καταρρακωμένη κι απελπισμένη.
-Απολύθηκα γιαγιά! Τα χασα όλα! Τι θα απογίνω τώρα; μονολόγησε και ξέσπασε σε λυγμούς.
-Λυπάμαι πολύ κορίτσι μου. Μην απελπίζεσαι όμως! Έχει ο Θεός! Δε θα σ’ αφήσει έτσι!» είπε η γιαγιά.
-Ποιος Θεός! Δεν Τον ξέρω τον Θεό!
-Ούτε εγώ τον ήξερα κορίτσι μου, όμως η ευχή με βοήθησε να Τον μάθω.
-Ποια ευχή;
-Το ‘’ Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ με ‘’ .
-Εγώ δεν πιστεύω σε προσευχές! Η προσευχή δε με σώζει! είπε θυμωμένα η Φανή και κλειδώθηκε στο μικρό δωμάτιο που πρόχειρα της είχε ετοιμάσει η γιαγιά της.
Σ΄ εκείνο το μικρό και στενό δωματιάκι που σε τίποτα πια δεν θύμιζε την υπέροχη και μεγάλη κρεβατοκάμαρά της με το υπέρδιπλο κρεβάτι, τον σκαλιστό καθρέφτη και την τεράστια ντουλάπα, ο πόνος την έπνιγε την Φανή και η καρδιά της σφιγγόταν από την απελπισία και την απόγνωση.
Δεν ήταν κακό κορίτσι η Φανή. Το αντίθετο μάλιστα. Ήταν δουλευταρού και τη δουλειά της ως οικονομικός σύμβουλος σε μεγαλοεταιρία της Αθήνας τη λάτρευε. Από τότε που έπρεπε να σταθεί μόνη της στα πόδια της δούλευε σαν σκυλί και πρόσφερε τα πάντα στον εαυτό της χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο μεγάλος της μισθός της πρόσφερε μια άνετη και σχεδόν πολυτελή ζωή. Τα λεφτά όμως αν δεν τα διαχειρίζεσαι σωστά, τελειώνουν γρήγορα και πλανάται οικτρά όποιος στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σ αυτά. Η Φανή προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό της, μα η συνείδηση της ακύρωνε κάθε δικαιολογία το επόμενο κιόλας λεπτό.
Είχαν περάσει αρκετές μέρες κι εκείνη δεν έτρωγε, δεν έπινε, δεν μιλούσε σε κανέναν. Από το δωμάτιο της πολύ σπάνια έβγαινε. Ένα πρωινό μετά από πολύ καιρό βγήκε και κάθισε στο τραπέζι της μικρής κουζίνας αμίλητη. Η γιαγιά της εκείνη την ώρα θύμιαζε. Η Φανή παρατήρησε πόσο γαλήνιο ήταν το πρόσωπο της.
Ύστερα γύρισε η Φανή και κοίταξε την εικόνα του Χριστού. Ποιος ξέρει άραγε εκείνη τη στιγμή τι λόγια είχε ψιθυρίσει ο Κύριος στην ψυχή της κι εκείνη τ’ άκουσε χωρίς ν’ αντιμιλήσει. Την κοίταξε για αρκετή ώρα την εικόνα ώσπου σηκώθηκε από το τραπέζι και βγήκε στον κήπο. Κάθισε χάμω δίπλα στα λουλούδια κι αυθόρμητα άρχισε να προσεύχεται: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ με» , είπε μία, είπε δύο, τρείς, τέσσερις, πέντε, δεκαπέντε φορές κι άλλες τόσες. Όσο έλεγε την ευχή του Χριστού τόσο ήθελε να την λέει.
Έμεινε κάμποση ώρα στον κήπο και μετά κλείστηκε πάλι στο δωμάτιό της. Κοιμήθηκε βαθιά, πράγμα που είχε να κάνει εδώ και πολλές μέρες.
Το επόμενο πρωί η Φανή κοίταξε πάλι την εικόνα του Χριστού, λες και οι δυο τους είχαν έναν κρυφό διάλογο. Χωρίς να το καταλάβει άρχισε να ψιθυρίζει την ευχή. Θαρρείς πως μέσα από αυτήν τη μικρή προσευχή έβρισκε δύναμη και παρηγοριά.
Μετά από λίγες μέρες αποφάσισε να ξαναπάρει τη ζωή της στα χέρια της και να ψάξει για δουλειά. Όλη μέρα ήταν στους δρόμους χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Γύρισε το βράδυ στο σπίτι κατάκοπη, μα καθόλου απελπισμένη. Λέγοντας την ευχή είχε ανάψει στη ψυχή της η σπίθα της ελπίδας και της εμπιστοσύνης στον Κύριο.
Κάποιο βράδυ μετά από πολύ καιρό ήρθε στο σπίτι η γειτόνισσά τους η κυρά Μαριώ. Εδώ και χρόνια είχε ένα μπακάλικο λίγο πιο κάτω από το σπίτι της γιαγιάς της Φανής κι επειδή παιδιά δεν είχε αποκτήσει, ζήτησε από τη Φανή να το αναλάβει και να της δίνει το μισθό που δικαιούται. Δεν ήταν βέβαια καμιά σπουδαία δουλειά όπως θα ήθελε η Φανή, όμως τη δέχτηκε με χαρά, γιατί την είδε σαν δώρο από το Θεό.
Όταν η κυρά Μαριώ πέθανε, άφησε το μαγαζί στη Φανή. Η Φανή με την εξυπνάδα της και με τη φώτιση του Θεού μεγάλωσε το μπακάλικο και το έκανε ολόκληρο σουπερ μαρκετ. Με τον καιρό παντρεύτηκε κι απόκτησε παιδιά. Κι αν καμιά φορά έβλεπε κάποιον απελπισμένο του ‘λεγε:’’ Πες την ευχή του Χριστού κι όλα θα φτιάξουν! Ο Θεός ελεεί και φωτίζει όλα τα παιδιά Του! Αφού βοήθησε εμένα που Τον αρνιόμουνα, θα βοηθήσει και ‘ σένα και όλους τους ανθρώπους!
Ζωή Σ Κοντόγιαννου
Comments
Post a Comment