Εμπιστέψου με και δεν θα χάσεις!!
Εμπιστέψου με και δεν θα χάσεις!
Θέλησε κάποιος να κάνει ένα μακρινό ταξίδι κι έψαχνε έναν ικανό οδηγό για συνοδοιπόρο. Ήθελε να τον βοηθάει ν΄ αποφεύγει τις κακοτοπιές, τους εχθρούς και τ΄ άγρια θηρία. Κανείς δεν δεχόταν να τον συνοδέψει μα κι αυτουνού κανείς δεν του γέμιζε το μάτι. Κανέναν δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τυφλά. Μέχρι που σήκωσε τα μάτια ψηλά και προσευχήθηκε.
«Μόνος μου Θεέ μου τέτοιο ταξίδι δεν μπορώ να κάνω. Σίγουρα θα χαθώ και θα πάθω κακό. Εσύ που είσαι εκεί ψηλά, στείλε μου κάποιον για οδηγό!»
Τότε μπροστά του εμφανίστηκε ο ίδιος ο Θεός.
«Άκουσα την προσευχή σου κι ήθελα να σε ρωτήσω αν δέχεσαι εμένα για οδηγό. Μόνο που δεν θα είμαι μαζί σου. Εγώ θα κάθομαι στον ουρανό κι από εκεί ψηλά θα σε καθοδηγώ. Δέχεσαι;» Τον ρώτησε.
Ο νέος μην έχοντας άλλη λύση δέχτηκε, οπότε και ξεκίνησε το ταξίδι του.
Καθώς πήγαινε ο δρόμος του τον έφερε μπροστά σ΄άλλους δυο δρόμους. Ο ένας ήταν χωματένιος κι έρημος, γεμάτος πέτρες και λακκούβες. Ούτε δέντρα είχε μα ούτε και φυτά. Ο άλλος ήταν πολύ στρωτός γεμάτος πάρκα, παγκάκια και παχύ ίσκιο. Για τον νεαρό η απόφαση ήταν εύκολη. Τον άνετο και στρωτό δρόμο έπρεπε να πάρει. Ο οδηγός του όμως είχε άλλη άποψη.
«Ξέχνα αυτόν τον δρόμο. Τον χωματένιο ακολούθα!» του είπε.
Ο νεαρός όμως ήταν δύσπιστος.
Η φωνή του Θεού ακούστηκε ξανά:
«Εμπιστέψου με και δεν θα χάσεις!»
Ο νεαρός πείστηκε. Άρχισε να βαδίζει τον δύσκολο δρόμο. Τα πόδια του μάτωναν, το πρόσωπό του συνέχεια ίδρωνε. Μπορεί να εμπιστευόταν τον Θεό, όμως το μυαλό του ήταν συνέχεια στον παχύ ίσκιο του δρόμου που προσπέρασε.
Μετά από αρκετή ώρα κι αφού είχε πια εξαντληθεί βλέπει μπροστά του ένα πελώριο παλάτι με πανύψηλα δέντρα, με κρυστάλλινες λίμνες και κάθε λογής λουλούδι. Ο βασιλιάς του παλατιού τον υποδέχτηκε με τιμές. Του βαλε να φάει, του δωσε βασιλικό κρεβάτι να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί.
Πριν τον πάρει ο ύπνος μονολόγησε:
«Χαλάλι ο κόπος κι ο ιδρώτας! Τώρα απολαμβάνω όλα τα καλά!
Η φωνή του Θεού ακούστηκε ξανά:
«Η πίστη σου κι η εμπιστοσύνη σου σε μένα σε οδήγησαν εδώ. Να θυμάσαι πως εγώ είμαι ψηλά κι από σένα βλέπω πιο πολλά. Ο δρόμος που προσπέρασες, έκρυβε φίδια και θεριά. Δέκα βήματα να έκανες και δεν θα ήσουν τώρα ζωντανός.
«Ας είναι δοξασμένο τ΄ Όνομά Σου!» αναφώνησε ο νεαρός.
Το επόμενο πρωί έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι του. Φορτώθηκε στην πλάτη όσα τον φίλεψε ο φιλόξενος βασιλιάς και ξεκίνησε. Ο δρόμος του τον έφερε μπροστά σ΄ένα λιμάνι. Εκεί ήταν αγκυροβολημένα ένα μικρό καΐκι κι ένα τεράστιο πολυτελές πλοίο. Και πάλι για τον νεαρό η απόφαση ήταν εύκολη. Με το που πήγε όμως να διαβεί την μπουκαπόρτα του μεγάλου καραβιού η φωνή του Θεού τον σταμάτησε και τον πρόσταξε να μπει στο μικρό καΐκι.
«Εμπιστέψου με και δεν θα χάσεις!» του φώναξε κι εκείνος έκανε ότι του είπε ο Θεός.
Το καΐκι θαλασσοδερνόταν για μήνες πολλούς, χτυπημένο από πολλές θύελλες και καταιγίδες. Θαλάσσια κήτη κόντευαν να το κατασπαράξουν όμως εκείνο κατάφερε και βγήκε σ΄ένα παραδεισένιο νησί με εξωτικά φρούτα και φιλόξενους ανθρώπους.
Τη νύχτα άκουσε πάλι ο νεαρός τη φωνή του Θεού να λέει:
«Η πίστη σου κι η εμπιστοσύνη σου σε μένα σε οδήγησαν εδώ! Το μεγάλο πλοίο ήταν καταδικασμένο να βυθιστεί στα βάθη του ωκεανού. Οι μηχανές του ήταν χρόνια χαλασμένες.»
«Ας είναι δοξασμένο τ΄ Όνομά Σου!» αναφώνησε πάλι ο νεαρός.
Το επόμενο πρωί ξεκίνησε πια για τον τελευταίο του προορισμό. Ο δρόμος του τον έφερε μπροστά σε δυο ξύλινα μπαούλα. Το ένα ήταν γεμάτο με χρυσά φλουριά και τ΄ άλλο ήταν γεμάτο με ξύλα. Τρελάθηκε από τη χαρά του ο νεαρός κι έτρεξε να φορτωθεί στην πλάτη το μπαούλο με τον θησαυρό.
Αμέσως η φωνή του Θεού τον σταμάτησε.
«Φόρτωσε στην πλάτη σου τα ξύλα και προχώρα χωρίς χρονοτριβή! Εμπιστέψου με και δεν θα χάσεις!»
Με βαριά καρδιά έκανε εκείνος ότι τον πρόσταξε ο Θεός. Φορτώθηκε τα ξύλα και ξεκίνησε να περπατά με γοργό βήμα. Σε λίγο βασιλικά στρατεύματα τον περικύκλωσαν και τον σταμάτησαν. Τον διέταξαν να ανοίξει το μπαούλο που κρατούσε. Χωρίς αντίσταση εκείνος το άνοιξε και τους έδειξε τα ξύλα.
«Μα αυτός δεν είναι ο θησαυρός του βασιλιά» φώναξε ο επικεφαλής στρατιώτης. Έτσι όλοι ανέβηκαν ξανά στ΄ άλογα κι έφυγαν βιαστικά συνεχίζοντας το ψάξιμο για τον χαμένο θησαυρό.
Αφού ο νεαρός γλύτωσε από τη μανία των στρατιωτών κατάφερε κι έφτασε επιτέλους σώος κι αβλαβής στον προορισμό του. Τη νύχτα κι αφού πια ξεκουραζόταν στο σπίτι του άκουσε πάλι τη φωνή του Θεού να του λέει:
«Η πίστη σου κι η εμπιστοσύνη σου σ΄έφεραν εδώ! Το μπαούλο με τον θησαυρό ανήκε σ΄έναν σκληρόκαρδο βασιλιά που σκότωσε εκατοντάδες αθώους ανθρώπους για να τον αποκτήσει. Τα ίδια του τα πλούτη όμως τον τιμώρησαν, αφού έγιναν η αφορμή να τον σκοτώσουν οι ίδιοι του οι στρατιώτες και να του τον πάρουν. Εσύ έχεις τα ξύλα, αλλά και τη ζωή σου χωρίς καμιά λαβωματιά. Σήκω, άναψε φωτιά, ζέστανε το σπίτι σου και την καρδιά σου και πάντα να θυμάσαι πως εγώ είμαι πιο ψηλά και βλέπω από σένα πιο πολλά! Να μ΄ εμπιστεύεσαι πάντα και δεν θα χάνεις! Ο δύσκολος δρόμος οδηγεί στη ζωή κι ο εύκολος σχεδόν πάντα στην καταστροφή!»
«Ας είναι δοξασμένο τ΄ Όνομά Σου!» αναφώνησε πάλι ο νεαρός κι από εκείνη την ημέρα και στο εξής διάβαινε τον δρόμο της ζωής του με τυφλή εμπιστοσύνη στον Θεό που ήταν από εκείνον πιο ψηλά κι έβλεπε πάντα πιο πολλά!
Ζωή Κοντόγιαννου
Το διήγημα αυτό έχει εκδοθεί επίσης στο λογοτεχνικό περιοδικό Κέφαλος καθώς και στο Rokar-Rokar. blogspot.com του κ. Ρουβήμ Καρασάββα.
Comments
Post a Comment