"Τα κρίνα των παιδικών μου χρόνων"
Τα κρίνα των παιδικών μου χρόνων
Στην ησυχία του μεσημεριού σε μια γραφική γειτονιά, δίπλα σχεδόν από την μεγάλη εκκλησιά του χωριού, ακουγόταν μόνο το κλειδί στην σκουριασμένη κλειδαριά που η Ανθή μάταια προσπαθούσε να ξεκλειδώσει.
Η ξύλινη πόρτα είχε παραδοθεί στη δίνη του χρόνου. Το ίδιο και τα παράθυρα. Ίσα που στέκονταν στα κουφώματα. Μ' ένα δυνατό σπρώξιμο η βαριά πόρτα άνοιξε. Είκοσι χρόνια μετά στο πατρικό της σπίτι όλα έμοιαζαν ίδια. Κατασκονισμένα μεν, αλλά ίδια. Κάθε γωνιά μια ανάμνηση. Μόνο η μυρωδιά της μούχλας και της κλεισούρας δε θύμιζε σε τίποτα το άλλοτε φρεσκοκαθαρισμένο σπίτι. Ήταν όμως ό,τι της είχε απομείνει. Σε λίγο ο αγοραστής έφθανε. Με τα λεφτά που θα 'παιρνε θα ξεχρέωνε αρκετές δόσεις του δανείου στην τράπεζα.
Τη σκοτεινιά και τη μούχλα του σπιτιού άρχισε να καλύπτει σιγά σιγά μια παραδεισένεια ευωδία. Η μυρωδιά την οδηγούσε στην πίσω αυλή. Διέσχισε με γρήγορο βήμα τη σάλα και με μια δυνατή σπρωξιά άνοιξε την πόρτα. Ύστερα θαρρείς μεμιάς βρέθηκε σε μια γωνιά του παραδείσου γεμάτη από κάτασπρα ευωδιαστά κρίνα που είχαν απλωθεί παντού σαν ένα κάτασπρο χαλί. Ανάσανε τόσο πολύ βαθιά ώστε το άρωμα των κρίνων να διαπεράσει όλο της το είναι.
Αναμνήσεις ερχόντουσαν η μια πίσω από την άλλην. Τα κρίνα προμύνηαν τον έρχομό του Πάσχα κι η Ανθή εκείνες τις άγιες μέρες παρόλο που ήταν μικρό κοριτσάκι δεν άφηνε ποτέ την εικόνα της Παναγιάς στη διπλανή εκκλησιά χωρίς κρίνα. Δίπλα σχεδόν από αυτόν τον κήπο ξάπλωνε και νανουριζόταν όλα τα ανοιξιάτικα βράδια από το τραγούδι ενός τριζονιού που χωνόταν ανάμεσά τους. Μ ' αυτά τα κρίνα έπλεκε το μαγιάτικο στεφάνι η γιαγιά της. Το φόραγε στα μαλλιά και καμάρωνε και τραγουδούσε μαγιάτικα τραγούδια και λυκνιζόταν σ' όμορφες παιδικές μελωδίες. Ξεχείλιζε τότε από ευτυχία η μικρή Ανθή κι ευχόταν αυτή η ευτυχία να μην τελειώσει ποτέ...
Το ταξίδι της στις γλυκές παιδικές αναμνήσεις διέκοψε μια βαριά αντρική φωνή που φώναζε το όνομά της. Ήταν ο αγοραστής του σπιτιού.
Επέστρεψε η Ανθή στην σκονισμένη σάλα.
" Κυρία Ευαγγέλου έχω μαζί μου τα λεφτά" είπε εκείνος και της έδειξε την τσάντα με τα χρήματα.
Η Ανθή στεκόταν σκεφτική χωρίς να μιλάει. Κι ύστερα γεμάτη σιγουριά κι αυτοπεποίθηση του είπε:
"Ξέρετε, τελικά δεν το πουλάω!"
Ο αγοραστής την κοίταξε απορημένος.
" Τι άλλαξε;" την ρώτησε.
" Μετά από πολύ καιρό ένιωσα την καρδιά μου και πάλι ζωντανή. Η ευτυχία υπήρχε πάντα εδώ, ανάμεσα στην απλότητα αυτών των κρίνων από τότε που ήμουν μικρό παιδάκι. Κι αυτά τα κρίνα λες και με περίμεναν. Άνθιζαν όλα αυτά τα χρόνια σε αυτό το εγκατελειμένο σπιτικό μόνο και μόνο για να πλημμυρίσουν την ψυχή μου ξανά με ελπίδα. Πεθαίνουν κι ανασταίνονται κάθε χρόνο. Αν ένα κρίνο ανασταίνεται, μπορώ κι εγώ..." είπε και σιώπησε.
Ξεπροβόδησε τον αγοραστή χωρίς τύψεις. Η νέα της ζωή μόλις άρχιζε...και τα κρίνα θα ήταν πάντα η συντροφιά της.
Ζωή Σ Κοντόγιαννου
Comments
Post a Comment