"Ο πεθαμένος και οι κλέφτες" Ιστορία στα αρχαγγελίτικα
Ιστορία...στ' αρχαγγελίτικα...
Ο πεθαμένος και οι κλέφτες
Εκόντεβγεν η Λαμπρή. Ο Κολλιός και ο Μανιός, γιοί του Σταματουλλιού, κομέ χλωροί κι οι γκιο, επαίζασιν ε στην αυλή του σπικιού τους. Καταλάθος εσπάσασιν τη ριφική της μάνας τους που την είχε πάνω στο πλυστραργκό για να την πλύνει.
-Ε κακόμοιρε Μανιέ! Χλωρός είσαι πρε πιο; Κοζά μου ριφική εν την είδες;
-Και τι φτω πρε βω; Ας μην με κούντας!
-Μαύρη μας μοίρα τώρα! Ε να μας φε! Μάψε την εγλύορα να την πετάξουμε!
-Ω πρε Κολλιέ με τώρα τι ε να κάμουμε; Α Παναγιούλλα μου Τσαμπίκα και βάλε το χέρι σου!
-Σώπα πρε πιο! Κάτι ε να σκεφτούμε!
-Εσύ πρε ε να σκεφτείς; Με εσύ είσαι πιο χλωρός και που τα χόρτα!
-Είπεν ο γάδαρος τον πετεινό κεφάλα! Άκου τι ε να κάμουμε: το βράδυ α πάμε ε στου Πανάγου του γείτονα που κάμει τα κεραμικά α κλέψουμεν ε μια.
-Καλά λες πρε!
-Είδες που κόβγκει η κούνα μου;
-Είδα πρε είδα!
Το Σταματουλλί στρέφει που της πεττεργκάς της και μιλά μοναχή της.
-Ε και φτηδα πιο η εβλογημένη η πεττεργκά μου! Έβουσέ μου τ΄αφκιά μου! Ο γιος της και ο γιος της! Ε χάτε δα πιο και εν ητον ο Τζίμης ( ο Κρεμαστινός)! Ας τον πάρει πίσω να γλυτώνω! Και τη ριφική μου φέτος ε να τη βάλω στης γειτόνισσας. Α την έχω ε βω να μου λε και τούτο και κείνο. Εβαρέθη την πιο η ψυχή μου! Βα! Με που ναι ποτέ η ριφική μου; Τι μου την εκάμασι; Ω πρε Μανιέ! Κολλιέ! Με που στε πρε μαυροσκιασμένοι;
Ο Μανιός κι ο Κολλιός ήτον κρυμμένοι μες τον αμπαταρό και ελαμένασι να νυχτώσει. Μόλις ενύχτωσε ήβγκιασιν όξω κι επήασι ε στο σπίτι του Πανάγου που χε τα κεραμικά. Εσαρτάρασι που το παναθύρι κι ήμπασιν μέσα.
-Ω Μανιέ ξάνα καλά μην εσπάσεις τίποτα και ε να μας πνίξουν ε στη Ρένη πιο μετά!
-Ξανίω πρε μην φούσαι! Ω πρε με που ναι ντες τις ριφικές! Ε τες ε βλέπω!
-Εξανάμπα πρε χλωρέ τουβά μέσα για να ξέρω;
-Βούρη με τι ητο τούτο; Παναγιούλλα μου!
-Που ναιν τη;
-Ποια πρε;
-Την Παναγιούλλα!
-Ω πρε Μανιέ λω και χάνεις; Ετσάτισα πάνω σε έναν που ναι τέζα!
-Που ναιν τον πρε;
-Νάντον! Ξάνα μην τον πατήσεις!
-Ω πρε ο Πανάγος είναι! Εμαψε το ο κακόμος!
-Με τι καθούμεστε πρε τουβά με τον πεθαμένο! Εβώ φεύβγκιω! Ε να κατουρηστώ πάνω μου σε λίο!
-Λάμενε να πάρουμε πρώτα τη ριφική και μετά φεύγκιουμε!
Ο Κολλιός έπιασεν τη ριφική αλλά που τη βγκιασύνη του έπεσέ του πάνω στο Πανάγο που κείτετο κατάχαμε.
-Θιοχλωρος είσαι πρε πιο Κολλιέ; Εξανασκότωσές το τον κακόμοιρο!
-Γλύορα κουνιού να φύουμε και μην πολυμιλάς!
Με τον θόρυβο νιώνει η γυναίκα του Πανάγου.
-Ε τους ξελεματικούς τους Κάττες! Ε θα με φήκουν να κοιμηθώ. Με που ναι ποτέ ο Πανάγος; Λω κι εγίνει πίττα πάλε! Πανάγο! Ω πρε Πανάγο! Με που σαι πρε σκιασμένε;
Ο Πανάγος μπροβάλλει με σπασμένα τα κούτελλα.
-Με ποιος σου την έσκισε την κεφάλη σου πρε Πανάγο;
- Εν ε ξέρω πρε γεναίκα! Εκείτουμου κάτω στην ψάθα κι έπεσε που πάνω μια ριφική.
-Ο αταβνάς ο κάττης ε να την έριξε. Κι είπα σου το: Ψάκωσε τον τον ψόφο να γλυτώνουμε! Ας ήτο να με κούσεις και μια βολά!
-Πάλε με μένα τα βαλες πρε γεναίκα;
-Εμε με ποιον ε να τα βάλω; Πες και γίνεσαι σαλούκι και σπάς και τες κεφάλες σου και που πάνω. Πάνε πιασε μια πατσάρα που το κουζινί και σκουπίστου και μη πολυμιλάς! Εζάλισές με βραγκιάτικο!
-Έλα Ταξιάρκη μου και δως μου υπομονή!
Όταν εξημέρωσε ο Μανιός κι ο Κολλιός ήτον όξω στο στενό.
Ξαφνικά βγκαίνει όξω κι ο Πανάγος. Βλέπειν τον πρώτος ο Μανιός και ρκινά και φωνάζει:
-Ω πρε Κολλιέ! Φάντασμα! Εζωντάνεψε ο πεθαμένος!
-Ταξιάρκη μου και βόθα μας!
-Α πρε σκασμένοι εσείς ήστο που μου σκίσατε την κεφάλη μου; Λαμένετε και ε να δείτε!
Κι αμα με ρωτάτε τι εγινίκασι ο Μανιός κι ο Κολλιός ε να σας πως ότι κόμα τρέχνουσι. Όσο για τη ριφικη το Σταματουλλί εδανείστει μια που τη πεττεργκά της κι όχι μόνο έβαλέ την ε στον ίγκιο φούρνο, αλλά παρα λίο να βάλει και την πεττεργκά της μέσα…
Ζωή Κοντόγιαννου
Comments
Post a Comment