"Αλλιώτικα μεσημέρια" της Κωνσταντίνας Μυλωνά
Αλλιώτικα μεσημέρια
Κάποια μεσημέρια είναι αλλιώτικα. Τα σύννεφα ξαποσταίνουν για λίγο απ’ το ατέλειωτο τους ταξίδι και οι ευκάλυπτοι δεν ψυθιρίζουν τα συνηθισμένα τραγούδια του αέρα. Ο ήχος των αυτοκινήτων σβήνει σαν τα βαπόρια που παν πέρα απ’ τον ορίζοντα. Τα μουρμουρητά των ανθρώπων στερεύουν σαν το νερό στα ποτάμια όταν έχει ξηρασία. Η σκιά του παραθυρόφυλλου δεν είναι τόσο συμπαγής˙ τόσο αιχμηρή και όσο ψηλώνει ο αέρας που ανασαίνω τόσο πυκνώνουν στο νου κείνα τα μεσημέρια των παιδικών μου χρόνων.
Μπορεί τα σχήματα και τα χρώματα να θάμπωσαν απ’ την υγρασία του χρόνου, μα το απελπιστικό χαμόγελο του παππού πίνοντας τον τριακοστό και βάλε καφέ που του «έκανα», καμμώνοντας την νοικοκυρά στο πλαστικό μου μπρίκι, ακόμα ηχεί στα αυτιά μου. Φυσικά η μαμά με τον αυστηρό τόνο στη φωνή, τουλάχιστον προσπαθούσε, «έλα να φάς το λουβί σου» αν κι μου έκοψε το κρυφό γελάκι μου, το στοργικό βλέμμα του παππού, που πάντα αγκάλιασε κάθε μου γκάφα, με καθησύχασε και εν τέλη έφαγα τα αγαπημένα μου μπισκότα.
Σιμά σε κείνο το μεσημέρι, είναι και το άλλο που πήγαμε για την πρώτη μου σοκολατίνα, στο διασημότερο ζαχαροπλαστείο της πόλης. Η εικόνα των ανθρώπων που σαν ανήσυχα μυρμύγκια μπαινόβγαιναν, οι ζεματιστοί ατμοί απ’ τις καφετιέρες, οι μυρωδιές απ’ τα αχνιστά κρουασάν, τα κουταλάκια που χτυπούσαν κάθε τρείς και λίγο στα πιατάκια και αναμφίβολα οι τσιρικτές φωνές των παιδιών είναι τόσο έντονη ακόμα.
Το μόνο μεσημέρι που έμοιαζε σαν παραμύθι ήταν στο σπίτι της γερόντισσας που με πρόσεχε, όταν οι γονείς μου δεν μπορούσαν να με παραλάβουν απ’ το σχολείο. Καθώς κείνο το μεσημέρι περιπλανιόμουνα στην ολοφώτιστη αυλή του γερασμένου σπιτιού, ανάμεσα στα γεράνια, το δεντρολίβανο και τα λίριουμ, βρέθηκα στην σκουριασμένη ανεμόσκαλα που βγαζε στα επάνω δωμάτια. Φαντάζε πανύψηλη σαν του Τζάκ τη φασολιά. Σαν τόλμησα να ανεβώ το πρώτο σκαλί οι παλάμες που έγιναν μούσκεμα και η καρδιά μου ‘παιζε σαν ταμπούρλο, δυστυχώς ή μάλλον καλύτερα, η φωνή της γερόντισσας έβαλε φρένο στην περιέργεια μου και τελικά με περίμενε κάτι πολύ πιο εντυπωσιακό στο σαλόνι του σπιτιού. Μια μεγάλη ξύλινη βιβλιοθήκη γεμάτη απο λογίς, λογίς βιβλία ορθωνότανε μπροστά μου. Δεν χρειάστηκε να σκαρφαλώσω ούτε να αναρηχηθώ για να πιάσω το μόνο χρωματιστό βιβλίο. Για καλή μου τύχη ήταν στο πρώτο ράφι. Ούτε που κατάλαβα πότε πήγε έξι το απόγευμα με το διάβασμα. Ακόμη και στο δρόμο για το σπίτι σκεφτόμουν αυτό το κίτρινο βιβλίο.
Τούτα τα μεσημέρια δεν ξεριζώνονται εύκολα. Είναι σαν τα λουλούδια που κατάφεραν και μεγάλωσαν μες στην πέτρα. Μεσημέρια που αναδύουν μια απερίγραπτη νοσταλγία και όσο περνάν τα χρόνια θερμαίνουν την ψυχή και στις πιο χειμωνιάτικες μέρες. Άραγε τα παιδιά τώρα, έχουν να θυμούνται αλλιώτικα μεσημέρια; Ποιοί ήρωες τρέχουν στα δικά τους όνειρα και στην φαντασία;
Κωνσταντίνα Μυλωνά
Τι όμορφο κείμενο!! Μας κάνει να νιώθουμε νοσταλγία!!!
ReplyDelete