"Μια φορά στην εκκλησιά..." Ζωή Κοντόγιαννου
Μια φορά στην εκκλησιά…
Μια Κυριακή πρωί βρέθηκα στην εκκλησιά των Ταξιαρχών. Ήταν δεν ήταν 8 η ώρα το πρωί. Η Θεία Λειτουργία είχε ήδη ξεκινήσει. Ένας άγνωστος άντρας στεκόταν έξω από την κεντρική είσοδο του ναού.
Τον παρατηρούσα από μακριά, από μια γωνιά της αυλής. Έκανε ένα βήμα να μπει μέσα, μα πάλι το μετάνιωνε κι επέστρεφε πίσω. Με τα χέρια του σκούπιζε συχνά πυκνά τα μάτια του. Περνούσε κανένα πεντάλεπτο κι ύστερα πάλι τα ίδια.
Ένα μικρό ζητιανάκι ατημέλητο, με σχισμένα σχεδόν ρούχα και φθαρμένα παπούτσια κάθισε από την αριστερή πλευρά της εισόδου του ναού. Έστεκε αμίλητο κρατώντας ένα μικρό χαρτόκουτο. Οι πιστοί περνούσαν από μπροστά του. Κάποιοι κάτι του διναν, κάποιοι το κοίταζαν με οίκτο, αλλά δεν του διναν τίποτα, κάποιοι το προσπερνούσαν με περιφρόνηση και κάποιοι το κοίταζαν θυμωμένα μόνο και μόνο που έστεκε εκεί.
Ο άγνωστος άντρας προσπάθησε άλλες δυο τρεις φορές να περάσει μέσα στον κυρίως ναό, μα λες πως κάποιο τείχος τον εμπόδιζε για να το κάνει. Ύστερα μου φάνηκε πως είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια. Στάθηκε ακίνητος και για κάμποση ώρα παρατηρούσε το μικρό παιδί. Ακίνητο, αμίλητο, απαθή στα διάφορα βλέμματα και τις κινήσεις των πιστών. Που και που το ζητιανάκι έκανε το σταυρό του, έριχνε μια κλεφτή ματιά στο κουτί του και συνέχιζε να στέκεται χωρίς να ενοχλεί κανέναν.
Τότε ο άντρας το πλησίασε. Στάθηκε κι εκείνος πλάι του. Με βλέμμα βαθύ παρακολουθούσε τους πιστούς που περνούσαν από μπροστά τους. Άλλοτε τα μάτια του άγνωστου άντρα λες και χαμογελούσαν, άλλοτε έπαιρναν το ύφος της απογοήτευσης κι άλλοτε κάρφωνε με το βλέμμα του κάποιον πιστό λες κι ήθελε να τον επιπλήξει, όμως κουβέντα δεν έλεγε.
Είχε περάσει αρκετή ώρα. Σαν κόντευε να τελειώσει η Θεία Λειτουργία ένα τσούρμο δεκάχρονα παιδιά μαζί με τη δασκάλα τους πλησίαζαν την είσοδο της εκκλησιάς. Τότε θαρρείς και τον άγνωστο άντρα χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Το πρόσωπό του έλαμψε παράξενα. Χαμογέλασε. Τα δάχτυλά του έπαιζαν νευρικά στις παλάμες του. Περίμενε ανυπόμονα να περάσει από μπροστά του το τσούρμο. Στάθηκε πίσω από την τελευταία σειρά των παιδιών και υπομονετικά περίμενε να έρθει η σειρά του να περάσει μέσα.
Μου κανε εντύπωση. Παρόλο που ποτέ δεν άντεχα την πνιχτή ατμόσφαιρα του ναού από το λιβάνι η περιέργειά μου ήταν πια μεγαλύτερη από τη δυσφορία μου κι έτσι μπήκα κι εγώ στην εκκλησιά θέλοντας να δω τι είχε απογίνει ο άγνωστος άντρας. Τον αντίκρυσα να στέκεται πολύ κοντά στα παιδιά. Σκεφτόμουν πως ίσως να ήταν κι αυτός δάσκαλος. Η στάση του σώματός του ήταν περίεργη. Στεκόταν με σκυφτό κεφάλι λες και προσπαθούσε κάτι να αποφύγει, λες κι ήθελε να προστατευθεί από κάποιον που τον πυροβολούσε.
Η Θεία Λειτουργία τέλειωσε και τα παιδιά ξεχύθηκαν στην αυλή. Πίσω τους βγήκε σχεδόν τρέχοντας κι ο άντρας. Στάθηκε στο ύψωμα με το μεγάλο κυπαρίσσι και τα παρακολουθούσε. Μαζί τους έπαιζε και το ζητιανάκι.
Δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να είναι περίεργος όμως σήμερα ήθελα να μάθω τι ήταν όλο αυτό που είχα παρακολουθήσει. Πλησίασα τον άγνωστο άντρα λες και τον ήξερα χρόνια, τον καλημέρισα κι αφού του συστήθηκα του πιασα την κουβέντα.
«Να με συμπαθάς» του είπα « σ΄έβλεπα σήμερα το πρωί που δυσκολευόσουν να μπεις στην εκκλησιά κι ύστερα μπήκες χαμογελαστός μαζί με τα παιδιά. Τα γνωρίζεις;» Ρώτησα και περίμενα με αγωνία να μου απαντήσει.
Με κοίταξε σκεφτικός κι ύστερα μου είπε:
«Ξέρεις είναι πολύ δύσκολο για κάποιον να μπαίνει στο σπίτι του όταν ακούει από έξω τα αγαπημένα του πρόσωπα να μαλώνουν, να ανταλλάζουν λόγια πικρά, να σκέφτονται το κακό του άλλου, να μην συμπονούν. Δεν έχω γωνιά να σταθώ. Κι αν καμιά φορά καταφέρω και περάσω μέσα στο σπίτι μου τότε προσπαθώ να μην ακούω τις καρδιές να μιλούν άσχημα λόγια. Περιμένω να ακούσω έστω κι έναν ψίθυρο από μια καρδιά που βγάζει γλυκές κουβέντες και πάω και στέκω πλάι της. Μόνο έτσι μπορώ να αντέξω τη Θεία Λειτουργία. Η μεγάλη μου χαρά είναι όταν στην εκκλησιά έρχονται μικρά παιδιά. Αυτά φέρνουν μαζί τους τον παράδεισο. Κοντά σε αυτά ακούω και τους αγγέλους να ψέλνουν.
«Δηλαδή;» ρώτησα σαν μην είχα καταλάβει τίποτα.
«Δηλαδή εδώ είναι το σπίτι μου. Μα σχεδόν πάντα δυσκολεύομαι να μπω…» είπε κι αφού κοίταξε μια τελευταία φορά τα παιδιά να παίζουν κατέβηκε τα πέντε σκαλιά που οδηγούσαν στην μεγάλη αυλή της εκκλησιάς, με χαιρέτισε κάνοντας νεύμα με το κεφάλι του κι έφυγε διασχίζοντας την μικρή πύλη του ψηλού καμπαναριού. Δεν τον ξαναείδα ποτέ…!
Από τότε όμως νιώθω πάντα την παρουσία Του... εκεί στην είσοδο της εκκλησιάς…
(Να με συμπαθάτε...μα κάπως έτσι φαντάζομαι τον Χριστό στην εκκλησιά)
Ζωή Κοντόγιαννου
H Ζωή Κοντόγιαννου κατάγεται από τη Ρόδο. Είναι παντρεμένη και μητέρα τεσσάρων παιδιών. Ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια γερμανικών σε ιδιωτικό φροντιστήριο στον Αρχάγγελο της Ρόδου, στον τόπο που μεγάλωσε. Κείμενα της και ποιήματα έχουν δημοσιευτεί στο λογοτεχνικό περιοδικό Κέφαλος και στην εφημερίδα Ροδιακή.
Από τις εκδόσεις iWrite κυκλοφορεί το πρώτο της παιδικό βιβλίο "Το Μπαουλάκι της Αγάπης". Η συμμετοχή της στο δεύτερο πανελλήνιο διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού Κέφαλος στην κατηγορία "flash fiction" κέρδισε το δεύτερο βραβείο, στην κατηγορία "Διήγημα" το τρίτο βραβείο και στην κατηγορία "Παραμύθι" της δόθηκε τιμητική διάκριση. Έχει παρακολουθήσει το Εργαστήριο Συγγραφής των Εκδόσεων Αλάτι και είναι ενεργό μέλος της ομάδας Δημιουργικής Γραφής Ρόδου "Αγέρι Γραφής". Το νέο της μυθιστόρημα θα εκδοθεί την Άνοιξη από τις Εκδόσεις Υδροπλάνο.


Με συγκίνησες Ζωή μου!!
ReplyDeleteΜπράβο σου!!
Ευχαριστώ Νικολέτα μου ❤️
ReplyDelete